υπερφαής

υπερφαής
-ές, ΜΑ
πάρα πολύ φωτεινός, υπέρλαμπρος
μσν.
λαμπρός και διαφανής («τῆς ὑπερφαοῡς ἐκείνης φωτοφανείας», Ανδρ. Κρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -φαής (< φάος, φῶς), πρβλ. περι-φαής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερφανής — ές, ΜΑ [ὑπερφαίνω, ομαι] ο ὑπερφαής* αρχ. αυτός που φαίνεται πιο ψηλά από τους άλλους, που τούς ξεπερνάει στο ύψος …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

  • ԳԵՐԵՐԵՒԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0548 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. ὐπερφανής, ὐπερφαής superfulgens, lucidissimus Երեւելի յոյժ. գերապայծառ. լուսափայլ. *Գերերեւակ ճառագայթք, կամ բարերարութիւն. Դիոն.: *Գերերեւակ, եւ ʼի վեր քան զամենայն փառաւորութիւն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”